Παρασκευή 31 Ιουλίου 2009

Εξάρες


Στα 26 της επιτέλους είχε αρχίσει να βρίσκει το δρόμο της. Μετά από πολλές φουρτούνες έμοιαζε να έχει βρει λιμάνι. Οι φυλακές, το κυνηγητό, η ανέχεια, η οικογενειακή κατακραυγή είχαν αρχίσει να φαντάζουν μακρυνό παρελθόν. Ο Τσιτσάνης την είχε ξεχωρίσει. Ήταν και φίλοι πλέον. Στην ταβέρνα του Τζίμη του Χονδρού στην Αχαρνών είχε πλέον την ευκαιρία να πραγματοποιήσει το παιδικό της όνειρο. Να ακολουθήσει τα βήματα της Σοφίας Βέμπο.
Οι λογαριασμοί του παρελθόντος, όμως ήταν ακόμη ανοιχτοί. Και την περίμεναν στη γωνία. Θα εκτροχιαζόταν πάλι...
Ηταν Δεκέμβριος του 1948. Ο Εμφύλιος σε εξέλιξη, αυτή στο πάλκο με τον Τσιτσάνη. Το παρέλθον της στην Αντίσταση γνωστό και τη συμμετοχή της στα Δεκεμβριανά το 44 κάποιοι δεν την ξεχνούσαν.Μια παρέα από Χίτες μπαίνει μέσα. Ένας από αυτούς την πλησιάζει και της ζητάει να τραγουδήσει "Του Αητού ο γιος". Αρνείται...
-Πες του αητού το γιο, γιατί θα σε καθαρίσω Βουλγάρα!!! ουρλιάζει.
Αρνείται και φεύγει για την κουζίνα.Οι Χίτες την ακολουθούν.Την κυκλώνουν και την τσακίζουν στο ξύλο.
Μεγάλη πίκρα θα της μείνει. Από τους άνδρες του μαγαζιού κανείς δεν αντέδρασε. Κανείς δεν την προστάτεψε. Ούτε ο Τσιτσάνης. Έξι Χίτες την χτυπούσαν αλύπητα και δεν κινήθηκε κανείς. Την πίκρα της αυτή την ανέφερε σε όλη της τη ζωή.Τον Τσιτσάνη δεν τον συγχώρεσε και συνεργάστηκαν ξανά μόνο μετά από 25 χρόνια. Έφυγε από τον Τζίμη τον Χοντρό και πήγε μαζί με τον Βαμβακάρη σε μια ταβέρνα στην Πατησίων, τον "Παναγάκη".

Είχε γεννηθεί το 1921, στη Δροσιά, ένα χωριό κοντά στην Χαλκίδα. Σωτηρία Μπέλλου. Κόρη εύπορου καταστηματάρχη της Χαλκίδας. Πήρε το όνομα του αγαπημένου της παππού, του ιερέα Σωτήρη Παπασωτηρίου. Παπάς στο Σχηματάρι και με μεγάλη αδυναμία στην εγγονή του. Την έπαιρνε μαζί του στην εκκλησία. Έρχεται σε επαφή με τους ψαλμούς, που από μικρή θα την συγκινήσουν. «Με μάγευαν από παιδί εκείνοι οι ήχοι. Οι φωνές των ψαλτάδων ακουμπούσαν την ψυχή μου… Οταν θα μεγάλωνα λίγο, σκεφτόμουν, θα μπορούσα κι εγώ να ψέλνω».
Μια μέρα ζητάει από τον πατέρα της να την πάει στον κινηματογράφο. Έπαιζε την "Προσφυγοπούλα", με την Σοφία Βέμπο. Έγινε το χατήρι της. Στο σπίτι, μπροστά στον καθρέφτη έκανε τα σκέρτσα και τις κινήσεις της Βέμπο. Αποκτάει την πρώτη της κιθάρα. "Θα γίνω τραγουδίστρια! ". Παρά τις συστάσεις της μάνας της, της αρβανίτισας Ελένης Μπέλλου που δεν ήθελε να δει τη μεγαλοκόρη της τραγουδίστρια, εκείνη συνέχιζε. Ώσπου έφαγε το ξύλο της χρονιάς της. Αλλά και η Σωτηρία, αγύριστο, αρβανίτικο κεφάλι.
Γνωρίζεται στα 17 της με έναν ελεγκτή των ΚΤΕΛ στη Χαλκίδα. Την φλέρταρε συνέχεια, όταν την πετύχαινε στο μαγαζί του πατέρα της. Οι γονείς της την προειδοποιούν για το επικίνδυνο της γνωριμίας. Έκεινη το χαβά της. Θα τον παντρευτεί και θα ζήσουν μαζί έξι μήνες. Αυτός άστατος και σατράπης. Φωνές, καβγάδες, ξύλο. Η Σωτηρία όμως από τότε δε σήκωνε νταηλίκια και φοβέρες. Σε ένα μεγάλο καβγά πάνω θα του πετάξει βιτριόλι. Συλλαμβάνεται και καταδικάζεται. Τρεις μήνες υπόδικη στη Χαλκίδα και ένα μήνα στις φυλακές Αβέρωφ. Η ποινή μειώνεται στο Εφετείο σε έξι μήνες. Βγαίνει και επιστρέφει στη Χαλκίδα. Ξανά γκρίνια και ξύλο. Γονείς και αδέρφια χτυπούσαν την "χωρισμένη", την "βιτριολίστρια", την "φυλακισμένη" . Είχε ντροπιάσει την οικογένεια. Η ζωή της πλέον πραγματικό μαρτύριο. Δεν πήγαινε άλλο.

Ήταν πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940, όταν πήρε το τραίνο από τη Χαλκίδα για να κατέβει πια μόνιμα στην Αθήνα. Η Χαλκίδα δε τη χωρούσε άλλο. Στα ίδια βαγόνια με τους φαντάρους. Δουλεύει σαν υπηρέτρια. Το πλουσιοκόριτσο από τη Χαλκίδα δίνει τη μάχη της επιβίωσης. Κάνει μικρεμπόριο. Πουλάει τσιγάρα, πασατέμπο. Κάνει τη λαντζιέρα σε εστιατόριο.
Κατοχή. Εντάσσεται στο ΕΑΜ. Συλλαμβάνεται και περνά από την Μέρλιν για τα περαιτέρω... Το Δεκέμβριο του 1944 θα βρέθει στις μάχες της Αθήνας. «Ελαβα μέρος σε πολλές μάχες… ήμουν με τους αριστερούς της Χαλκίδας και σε μια μάχη κοντά στην Ομόνοια, οδός Βούλγαρη και Πειραιώς, τραυματίστηκα στο χέρι». Παίρνει μέρος σε μάχες και μετά τη Βάρκιζα. «Δεν φτάνει που μας έδερναν και μας σκότωναν οι Γερμανοί, μετά άρχισαν και οι δικοί μας να μας κυνηγάνε».

Μάιος του 45. Κατεβαίνει την Ιπποκράτους,είχε πάει να συναντήσει κάτι κοπέλες, μακρυνές συγγενείς της.Μπαίνει σε μια ταβέρνα στα Εξάρχεια. Ο ιδικτήτης του μαγαζιού και οι θαμώνες κοιτάζαν επίμονα την όμορφη νεαρή που κάθονταν μονάχη της. Βλέπει μια κιθάρα και ζητάει την άδεια του ιδιοκτήτη να τραγούδησει. Της είπε το ναι. Αρχίζει να παίζει και να τραγουδά ένα παλιό της Βέμπο. "Τι έχεις και όλο κλαις και δε μου το λες". Λέει και δεύτερο. "Αντιλαλούνε οι φυλακές τ' Ανάπλι και ο Γεντι-Κουλές". Το επόμενο βράδυ η Μπέλλου ξαναπάει στην ταβέρνα. Στην οποία παρότι θεωρούνταν λαική,σύχναζαν και πολλόι κοσμικοί. Ο θεατρικός συγγραφέας Κίμων Καπετανάκης πηγαίνει στην ταβέρνα μαζί με τον Βασίλη Τσιτσάνη να ακούσουν τη μικρή. Ο βάρδος του ρεμπέτικου ήδη γνωρίζει μεγάλη επιτυχία. Ενθουσιάζεται. Τον γοητεύει η φωνή της και η δεξιοτεχνία της στην κιθάρα. Τα βάζουν κάτω και συμφωνούν να μπουν στο στούντιο Επιτέλους! Τα είχε καταφέρει.

1947-1952. Στα χρόνια αυτά η Σωτηρία Μπέλλου γνωρίζει μεγάλη επιτυχία. Κάνει 120 ηχογραφήσεις και εμφανίζεται σε πολλά πάλκα. Συνεργάζεται με όλα τα μεγάλα ονόματα. Τσιτσάνης, Βαμβακάρης, Μητσάκης, Παπαιωάννου. Συννεφιασμένη Κυριακή, Σαν απόκληρος γυρίζω, Πέφτεις σε λάθη. Σβήσε το φως να κοιμηθούμε, Κάνε κουράγιο καρδιά μου κ.α. Με τον Τάκη Μπίνη πρωτοτραγουδάει το 52 τα Καβουράκια και το Απόψε κάνεις μπαμ. Εμφανίζεται σε πολλά κέντρα, ιδίως μετά την πίκρα που της άφησε το επεισόδιο με τους αλήτες της Χ.

Η πτώση. Από το 53 και ως το 1965 η καριέρα της γνωρίζει μαγάλη κάμψη. Ηχογραφεί πολύ λίγα τράγουδια και κατεβαίνει από τα πάλκα. Έχει μπλέξει για τα καλά με το τζόγο. Το μπαρμπούτι της γίνεται πάθος. Ό,τι έβγαζε το σκορπούσε σε όσους είχαν ανάγκες και στα ζάρια. «Είχα πάθει μελαγχολία. Λίγο οι ταλαιπωρίες της Κατοχής και του Εμφυλίου, λίγο το ξενύχτι και η κούραση, λίγο το ποτό και οι στενοχώριες, τα νεύρα μου κλονίστηκαν
Δεν το βάζει κάτω όμως. Παρ'ολο που από τον τζόγο δεν ξεμπέρδεψε ποτέ, ήθελε να επιστρέψει. «Μια μέρα θα ξαναγίνω η Σωτηρία Μπέλλου!»

Η επιστροφή. Το 1965 η Σωτηρία θα ξανανέβει σε πάλκο. Σε ένα κέντρο στο Περιστέρι, την «Ωραία Νήσο Λήδρα» θα ξαναξεκινήσει. Το 1966 θα κάνει και τη δισκογραφική της επάνοδο στη Lyra. Θα βγάλει το δίσκο «Τα Ρεμπέτικα της Σωτηρίας Μπέλλου» όπου θα τραγουδήσει κυρίως ξανά κλασικά ρεμπέτικα. Με το δίσκο αυτό θα ξεκινήσει με ολόκληρη σειρά από 12 δίσκους που κυκλοφόρησαν από το 1966 ως το 1980. Σε αυτούς τους δίσκους, που την έκαναν γνωστή στις νεότερες γενιές, η Σωτηρία τραγουδά παλιά ρεμπέτικα τραγούδια αλλά και καινούρια.Παράλληλα, τραγουδά σε μια σειρά κέντρα με επιτυχία. Καταφέρνει να κάνει και κάποιες οικονομίες, να κάνει ταξίδια στο εξωτερικό. Δεν αφήνει όμως και τις μπαρμπουτιέρες.
Πρωτοπορικές και οι συνεργασίες της με μοντέρνους συνθέτες. Δήμος Μούτσης(Το φράγμα), Διονύσης Σαββόπουλος(Το βαρύ ζειμπέκικο,1975,"Αχ Διονύση με έβαλες και τραγουδάω ποπ",του είπε), Ανδριόπουλος(Λαικά Προάστια).
198ο. "Λαικά Προάστια". Μια από τις πιο σημαντικές στιγμές της Μπέλλου στο «έντεχνο», τραγούδια λαϊκά με κοινωνικό στίχο τραγουδισμένα από την αυθεντική φωνή της. «Καισαριανή», «Ακροναυπλία», «Πλατεία Βάθης» είναι μερικά από τα τραγούδια του δίσκου. Ο δίσκος κυκλοφορεί το 1980. Αρχικά η Μοσχολιού προοριζόταν για το δίσκο, η οποία μάλιστα τράγουδησε κάποια το 1979 σε μια συναυλία, πριν την κυκλοφορία του δίσκου. Στην ίδια συναυλία τράγουδησε και η Μπέλλου. Ο συνθέτης Ηλίας Ανδριόπουλος την ακούει και καταλήγει πως εκείνη πρέπει να τα πει. Ο ιδρυτής της Lyra Αλέκος Πατσιφάς έχει αντιρρήσεις. Κρίνει πως η μεγάλη ρεμπέτισσα δεν θα προσαρμοστεί σε "έντεχνα κομμάτια". Τελικά πείθεται. Αρχικά ο δίσκος δεν πάει καλά. Σιγά σιγα όμως γνωρίζει τεράστια επιτυχία. Ξεπερνάει τις εκατό χιλιάδες αντίτυπα. Μια σπουδαία τραγουδίστρια ξεδιπλώνει τη μεγάλη φωνή της σε τραγούδια τελείως διαφορετικά από κείνα που την είχε συνηθίσει το κοινό.
1981. "Το Φράγμα"(Δήμος Μούτσης, Κώστας Τριπολίτης). Η Μπέλλου ερμηνεύει την Ντάλικα, το Δε Λες Κουβέντα, το Γράμμα από τη Λεγεώνα των Ξένων και άλλα επτά εκπληκτικά τραγούδια σε ένα δίσκο που άφησε εποχή. Ο Μούτσης σε σημειώμα του αναφέρει:
"Η Σωτηρία Μπέλλου βγήκε από το καμαράκι, μ’ αγκάλιασε, με φίλησε και μου ‘πε: «Ήταν καλά;» «Τέλεια», της απάντησα. Κι αφού πήρε ένα αντίγραφο σε μια κασέτα έφυγα. Πέντε μέρες αργότερα χτυπάει ξαφνικά το κουδούνι του σπιτιού μου στα Ιλίσια _ μέναμε πολύ κοντά. «Ποιος είναι;» «Η Σωτηρία, ρε, άνοιξε». Ανοίγω και μπαίνει μέσα μια Μπέλλου έξαλλη. «Τι μ’ έβαλες, ρε, να πω αυτό το κωλοτράγουδο; Τραγούδι είναι αυτό; ¨ολο «Όχι» είναι. Δε λες κουβέντα, δεν πας πουθενά, δεν κάνεις τίποτα. Τι διάολο, δηλαδή, χάθηκε να λέει κάπου: «Παρ’ όλα αυτά, σ’ αγαπάω». Έστειλα εξώδικο στον Πατσιφά, να μην κυκλοφορήσει. Θα γίνω ρεζίλι». Βρόντηξε την πόρτα κι έφυγε. Όταν όμως βγήκε το δείγμα και τ’ άκουσε, μου τηλεφώνησε κι ήρθε με κάτι λουλουδάκια σπίτι, μ’ αγκάλιασε συγκινημένη και μου ‘πε: ‘Φχαριστώ, ρε Δήμο, τελικά είμαι τυχερή’."

Στα τελευταία χρόνια της όπου εμφανίζεται γνωρίζει την αποθέωση. Τρέχουν να την ακούσουν από προσωπικότητες του διεθνούς τζετ-σετ μέχρι έλληνες πνευματικοί άνθρωποι. Ο Τσαρούχης συχνά δεν μπορούσε να κρύψει την συγκίνησή του όταν την άκουγε. Ξεχωριστή ιστορία έγραψε μαζί με Τσιτσάνη - Παπαϊωάννου, στην Καισαριανή, στο «Σκοπευτήριο» και στο «Χάραμα», για 10 χρόνια, ενώ με τους δύο τελευταίους εμφανίστηκε για μεγάλα διαστήματα στο «Όνειρο» και στο «Πρόσωπο» της Εθνικής οδού.
Το 1997 η φωνή της θα σβήσει οριστικά. Λίγοι άνθρωποι θα της συμπαρασταθούν εμφανιζόμενοι στο νοσοκομείο. Στη ζωή της έφερε πολλές φορές ασόδυο γνωρίζοντας την έμφυτη σε μερικούς τάση για αγνωμοσύνη και προδοσία. Αλλά στην καριέρα και στην υστεροφημία της, έφερε εξάρες.


Για τη «Συννεφιασμένη Κυριακή»
«Ηταν από τα τραγούδια που είχε γράψει ο Τσιτσάνης στην Κατοχή, τότε που στη χώρα μας όλα ήταν μαύρα. Τότε που όλα τα έσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά… Αυτό το τραγούδι το αγαπούσα ιδιαίτερα, γιατί μου θύμιζε όλα όσα είχα περάσει κι εγώ στα δύσκολα εκείνα χρόνια»

Για το λαϊκό τραγούδι
«Λαϊκό τραγούδι είναι το ρεμπέτικο και ρεμπέτης ο λαϊκός τραγουδιστής. Αλλά όταν μιλάμε για λαϊκό εννοούμε το γνήσιο και το αυθεντικό. Είπανε διάφοροι ότι ρεμπέτης ήταν ο δυστυχισμένος, ο αδικημένος, ο κυνηγημένος και άλλα τέτοια. Αν υποθέσουμε ότι έτσι ήταν, ποιος ήταν ο αδικημένος και ο κυνηγημένος; Ο απλός λαός δεν ήταν ο αδικημένος και ο κυνηγημένος, από τους πρόσφυγες μέχρι και μετά στα δύσκολα εκείνα χρόνια; Αρα ρεμπέτικο είναι το λαϊκό. Οι ρίζες του είναι βγαλμένες από τον καημό του Ελληνα ο οποίος έχει υποστεί και έχει τραβήξει τόσα πολλά. Το ρεμπέτικο, οι ρίζες του βαστάνε από την ανατολή αλλά από Ελληνες όμως».






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου